- γλυκοσαλιάζω
- και -ίζω1. ησυχάζω, ανακουφίζομαι2. μού τρέχουν τα σάλια από τον πόθο, επιθυμώ πολύ3. ερωτοτροπώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκο-* + σαλιάζω «εκκρίνω σάλιο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλυκοσαλιάζω — τρέχουν τα σάλια μου από επιθυμία: Οι γέροι στο πάρκο γλυκοσαλιάζουν χαζεύοντας τις κοπέλες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγλυκοσάλιαστος — και ιστος, η, ο [γλυκοσαλιάζω, ίζω] αυτός που ποτέ δεν ευχαριστήθηκε στη ζωή, που πάντοτε ήταν δυστυχισμένος … Dictionary of Greek
γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… … Dictionary of Greek